- δυαδικοῦ
- δυαδικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» … Dictionary of Greek
μπάιτ — (byte). Μονάδα μέτρησης της πληροφορίας και κατά συνέπεια μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας των μονάδων αποθήκευσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ένα μ. είναι μια ακολουθία ψηφίων του δυαδικού συστήματος αρίθμησης (0, 1). Το κάθε ψηφίο ονομάζεται … Dictionary of Greek
Σίγκερ ντε Μπραμπάν — (Siger de Brabant). Γάλλος φιλόσοφος (1235 1282). θεωρείται ως ένας από τους ιδρυτές του δυτικοευρωπαϊκού αβερροϊσμού. Διετέλεσε καθηγητής της Σχολής Τεχνών του πανεπιστήμιου του Παρισιού. Στο έργο του διατύπωσε τη θεωρία του δυαδικού χαρακτήρα… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek